νεοκομούμαι

νεοκομούμαι
νεοκομοῡμαι, -έομαι (Μ)
περιποιούμαι κατά τη νεαρή ηλικία, τυγχάνω φροντίδας όταν είμαι νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + κομῶ / κομοῦμαι «φροντίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”